- μακρονοσίᾳ
- μακρονοσίᾱͅ , μακρονοσίαlingering sicknessfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακρονοσία — μακρονοσίᾱ , μακρονοσία lingering sickness fem nom/voc/acc dual μακρονοσίᾱ , μακρονοσία lingering sickness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρονοσία — μακρονοσία, ἡ (Α) [μακρονοσώ] μακροχρόνια ασθένεια … Dictionary of Greek
μακρονοσίας — μακρονοσίᾱς , μακρονοσία lingering sickness fem acc pl μακρονοσίᾱς , μακρονοσία lingering sickness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρονοσίαι — μακρονοσίᾱͅ , μακρονοσία lingering sickness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρονοσίαν — μακρονοσίᾱν , μακρονοσία lingering sickness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)